5-6 Νοεμβρίου 2020, Τμήμα Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Πατρών

Η συζήτηση γύρω από την όραση στη λογοτεχνία εστιάζει συνήθως στο πώς η συγκεκριμένη αίσθηση λειτουργεί ως μία αξιόπιστη βάση εμπειρικής παρατήρησης του κόσμου αλλά και ως το κατ’ εξοχήν εργαλείο αντίληψης και κατασκευής του ωραίου. Τόσο σε γνωσιακό όσο και σε αισθητικό πλαίσιο, η όραση επιτυγχάνει το σκοπό της υπό την αυστηρή προϋπόθεση της απρόσκοπτης λειτουργίας της. Για να καταλήξουμε, για παράδειγμα, σε ένα ασφαλές συμπέρασμα σε ό,τι αφορά την ακριβή φύση των πραγμάτων ή για να είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε το κάλλος τους, θα πρέπει προηγουμένως να έχουν εξασφαλιστεί οι συνθήκες μίας «εναργούς» θέασης.

Ταυτόχρονα, τόσο η μεταμοντέρνα φιλοσοφία όσο και η σύγχρονη γνωσιακή επιστήμη έχουν διατυπώσει ερωτήματα σχετικά με τον βαθμό που η όραση παρέχει αντικειμενική αποτύπωση του εξωτερικού κόσμου, εστιάζοντας συνήθως στην εμπλοκή της πολιτισμικής και έμφυλης ταυτότητας του υποκειμένου θέασης, των σχέσεων ισχύος ή της ιδεολογίας στην κατασκευή της αισθητηριακής πραγματικότητας. Αφορμώμενη από αυτές τις προσεγγίσεις, η διημερίδα έχει ως στόχο να διερευνήσει περιπτώσεις στην ελληνική λογοτεχνία (αρχαία, μεσαιωνική και νέα) όπου η όραση υπονομεύεται και αυτό που προκύπτει είναι μία θέαση αποσπασματική, ελλειπτική, αμφίσημη και ενίοτε απατηλή. Ένα από τα βασικά ερωτήματα που θα μας απασχολήσουν αφορά αφενός το είδος του θεάματος και αφετέρου τη συναισθηματική αντίδραση του υποκειμένου θέασης που εμποδίζουν την απρόσκοπτη λειτουργία της όρασης. Για παράδειγμα, πώς στην  τραγωδία ή στο μυθιστόρημα, η θέαση γεγονότων βίας και φρίκης και η παράλληλη εμπλοκή έντονων συναισθημάτων κατά τη διαδικασία της θέασης (τρόμος, αηδία, αποστροφή κ.ά.) μπορεί να υποσκάπτει την τελευταία: εκεί όπου η όραση αποτυγχάνει να μεταφέρει με ακρίβεια την εμπειρία του κόσμου, το κενό που δημιουργείται συμπληρώνεται συνήθως από ένα περίσσευμα συναισθηματικού λόγου το οποίο άλλοτε εξισορροπεί, ενίοτε όμως επιτείνει την ελλειπτική φύση της όρασης. Εξίσου σημαντικό για την διημερίδα είναι το πώς μεταφέρεται αφηγηματικά η εμπειρία της αποτυχημένης όρασης. Με άλλα λόγια, μας ενδιαφέρει να εστιάσουμε στην προσπάθεια να δοθεί, μέσω του λόγου και της αναδρομικής αφήγησης, συνοχή και νόημα σε ένα θέαμα που θέτει ουσιαστικά υπό αμφισβήτηση την εμπιστοσύνη μας στην όραση και κατ’ επέκταση στο μοντέλο που έχουμε κατασκευάσει για το σύνολο της πραγματικότητας.

Στο επίκεντρο της συζήτησής μας βρίσκεται η έννοια της αντι-θέασης, η οποία για τους σκοπούς της διερεύνησής μας ορίζεται ως μία εναλλακτική τυπολογία και γραμματική της θέασης και αποκτά νόημα ακριβώς μέσα από την αποσπασματική και ελλειπτική της φύση. Στόχος μας είναι να διερευνήσουμε τους τρόπους με τους οποίους αυτή αντιδιαστέλλεται, όσον αφορά τόσο το εμπειρικό όσο και το αισθητικό της φορτίο, στην «εναργή» θέαση.

Ζητήματα προς διερεύνηση περιλαμβάνουν:

  • Συναισθηματικές και γνωσιακές προεκτάσεις της όρασης
  • Πολιτισμικές και έμφυλες προϋποθέσεις της όρασης
  • Την όραση ως αναξιόπιστο μάρτυρα
  • Την εμπλοκή του συναισθήματος στην υπονόμευση της όρασης
  • Θεάματα τρόμου και βίας
  • Το θαύμα
  • Τη διάλυση της ενάργειας
  • Την υπονόμευση του ρεαλισμού
  • Την έννοια της θεαματικότητας και τα ερωτήματα που θέτει
  • Την έννοια της τυφλότητας, κυριολεκτική και μεταφορική, και πώς εκφράζεται σε κείμενα λογοτεχνίας

 

Η οργανωτική επιτροπή

Γιώργος Καζαντζίδης (Κλασικές Σπουδές, Πανεπιστήμιο Πατρών)

Κατερίνα Οικονομοπούλου (Κλασικές Σπουδές, Πανεπιστήμιο Πατρών)

Ελένη Παπαργυρίου (Βυζαντινές και Νεοελληνικές Σπουδές, Πανεπιστήμιο Πατρών)